- ὁσιουργῆσαι
- ὁσι-ουργῆσαι· ἀποκαρδιουργῆσαι, καὶ τὸ ἐπιλέγειν ἐν ταῖς θυσίαις, ὅταν ἀπάρχωνται τῶν θεῶν αὐτῶν, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οσιουργώ — ὁσιουργῶ, έω (Α) [οσιουργός] 1. εκτελώ όσια έργα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁσιουργῆσαι ἀποκαρδιουργῆσαι, καὶ τὸ ἐπιλέγειν ἐν ταῑς θυσίαις, ὅταν ἀπάρχωνται τῶν θεῶν αὐτῶν» … Dictionary of Greek